συσκοτίζω

συσκοτίζω
ΝΜ [σκοτίζω]
καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό
νεοελλ.
μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, δημιουργώ σύγχυση («η κατάθεση τού μάρτυρα συσκότισε την υπόθεση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συσκοτίζω — συσκοτίζω, συσκότισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συσκοτίζω — συσκότισα, συσκοτίστηκα, συσκοτισμένος 1. κάνω κάτι σκοτεινό: Συσκότισα το δωμάτιο. 2. μτφ., κάνω κάτι ασαφές και συγκεχυμένο: Συσκοτίζει την αλήθεια. – Το πάθος συσκοτίζει το νου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… …   Dictionary of Greek

  • αποθολώνω — 1. κάνω κάτι εντελώς θολό 2. συσκοτίζω («η αγάπη μάς αποθολώνει τα λογικά μας») …   Dictionary of Greek

  • ασκότωτος — (I) ἀσκότωτος, ον (Μ) ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέραν ἐλευθέραν, ἀσκότωτον, ἀθόλωτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκοτώ ( όω) «συσκοτίζω» < σκότος]. (II) ἀσκότωτος, η, ο [σκοτώνω] αυτός που δεν έχει σκοτωθεί, που παραμένει ζωντανός …   Dictionary of Greek

  • εκτυφλώνω — και εκτυφλώ ( όω) (AM ἐκτυφλῶ) 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, τού στερώ την όραση, τόν στραβώνω 2. απόλ. επιφέρω τύφλωση 3. συσκοτίζω τον νου κάποιου, τόν θαμπώνω, τόν σαστίζω 4. παθ. υφίσταμαι ή έχω πλήρη στέρηση τής οράσεως αρχ. 1. παθ. (για… …   Dictionary of Greek

  • εναμαυρώ — ἐναμαυρῶ ( όω) (Α) κάνω κάτι μαύρο ή σκοτεινό, συσκοτίζω, επισκοτίζω, σκοτεινιάζω …   Dictionary of Greek

  • εξαμαυρώ — ἐξαμαυρῶ, όω (AM) [αμαυρώ] 1. μαυρίζω, συσκοτίζω 2. εξασθενίζω («ἐξαμαυρῶ τὰ χείρονα τοῑς βελτίοσι», Πλούτ.) 3. παθ. «ἐξαμαυροῡμαι» (για φυτό) χάνω τα φυσικά μου χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

  • επαχλύω — ἐπαχλύω (AM) 1. σκεπάζομαι από αχλύ, σκοτεινιάζω 2. (μτβ.) μαυρίζω, συσκοτίζω («ἐπαχλύεται ο λογισμός ὑπό τινος πάθους», Θεμιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αχλύω «είμαι ή γίνομαι σκοτεινός»] …   Dictionary of Greek

  • επιπροσθώ — (AM ἐπιπροσθῶ, έω) [επίπροσθεν] μπαίνω, βρίσκομαι μπροστά, παρεμβάλλομαι, εμποδίζω («ἐπιπροσθοῡντος τοῡ Κιθαιρῶνος», Θεόφρ.) αρχ. μτφ. σκιάζω, επισκοτίζω, συσκοτίζω («τὸν χρόνον... ἐπιπροσθοῡντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”